- ναζιστής
- οθηλ. -ίστρια οπαδός του ναζισμού, εθνικοσοσιαλιστής, φασίστας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναζιστής — ο, θηλ. ναζίστρια οπαδός τού ναζισμού, ναζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν, όρου, πρβλ. αγγλ. nazist < Nazi «ναζί», βλ. ναζί]· … Dictionary of Greek
ναζιστικός — ή, ό [ναζιστής] αυτός που είναι χαρακτηριστικός τών ναζί ή ανήκει και αναφέρεται στον ναζισμό. επίρρ... ναζιστικά με ναζιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
νεοναζιστής — ο, θηλ. ίστρια [ναζιστής] οπαδός τού νεοναζισμού … Dictionary of Greek
χιτλερικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το ποιόν και με την πολιτική τού Χίτλερ, ναζιστικός, φασιστικός (α. «χιτλερική ιδεολογία» β. «χιτλερική νεολαία» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης») 2. το αρσ. και θηλ.… … Dictionary of Greek